στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
erotico <πλ erotici, erotiche> [eˈrɔtiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
- erotico
-
-
- erotico
-
- spettacolo αρσ erotico
-
- coadiuvante αρσ erotico
-
- spettacolo αρσ erotico
- erotica ΛΟΓΟΤ
-
- exotic appeal, pleasure, literature
- erotico
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.