στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. disinibito [diziniˈbito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
disinibito → disinibire
II. disinibito [diziniˈbito] ΕΠΊΘ (spregiudicato)
- disinibito atteggiamento, persona, sessualità
-
I. disinibire [diziniˈbire] ΡΉΜΑ μεταβ
II. disinibirsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
- uninhibited attitude, person
- disinibito (about riguardo a)
- uninhibited sexuality
- disinibito
στο λεξικό PONS
disinibito (-a) [di·zi·ni·ˈbi:·to] ΕΠΊΘ (persona, atteggiamento)
- disinibito (-a)
-
-
- disinibito, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.