στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
acrobatico <πλ acrobatici, acrobatiche> [akroˈbatiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
acrobatico esercizio, volo:
acrobatismo [akrobaˈtizmo] ΟΥΣ αρσ
acrobatica [akroˈbatika] ΟΥΣ θηλ
-
- acrobatics + verbo ενικ
στο λεξικό PONS
acrobatismo [a·kro·ba·ˈtiz·mo] ΟΥΣ αρσ
acrobatico (-a) <-ci, -che> [a·kro·ˈba:·ti·ko] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.