στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
cromosomico <πλ cromosomici, cromosomiche> [kromoˈsɔmiko] ΕΠΊΘ
- cromosomico
-
- cromosomico
-
- corredo cromosomico ΒΙΟΛ
-
-
- cromosomico
στο λεξικό PONS
cromosomico (-a) <-ci, -che> [kro·mo·ˈsɔ:·mi·ko] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ
- cromosomico (-a) (corredo, patrimonio, danno)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.