I. corinzio <πλ corinzi, corinzie> [koˈrintsjo] ΕΠΊΘ
corinzio colonna, tempio, ordine:
- corinzio
-
II. corinzio (corinzia) <πλ corinzi, corinzie> [koˈrintsjo] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. corinzio:
- corinzio (corinzia)
-
2. corinzio (stile):
- corinzio (corinzia)
-
- ordine corinzio
-
-
- corinzio
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.