conformistico <πλ conformistici, conformistiche> [konforˈmistiko] ΕΠΊΘ
- conformistico
-
- conformistico
-
- conformistico stile, produzione
-
- conformistico stile, produzione
-
- unadventurous decor, production, style
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.