I. biforcato [biforˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
biforcato → biforcare
II. biforcato [biforˈkato] ΕΠΊΘ
biforcato ramo:
- biforcato
-
II. biforcarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
- biforcarsi strada, ramo, binario:
-
- biforcarsi strada, ramo, binario:
-
- biforcarsi gambo, arteria:
-
- biforcarsi gambo, arteria:
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.