στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
benigno [beˈniɲɲo] ΕΠΊΘ
3. benigno (favorevole):
στο λεξικό PONS
benigno (-a) [be·ˈniɲ·ɲo] ΕΠΊΘ
1. benigno (benevolo: sguardo):
- benigno (-a)
-
2. benigno μτφ (favorevole: sorte):
- benigno (-a)
-
3. benigno ΙΑΤΡ (tumore):
- benigno (-a)
-
4. benigno ΜΕΤΕΩΡ (clima):
- benigno (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.