I. accaldato [akkalˈdato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
accaldato → accaldarsi
II. accaldato [akkalˈdato] ΕΠΊΘ (sudato)
- accaldato
-
accaldarsi [akkalˈdarsi] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. accaldarsi:
2. accaldarsi (infervorarsi):
- accaldarsi μτφ
-
- accaldarsi μτφ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.