I. científico [θĭenˈtifiko, -a] ΕΠΊΘ, científica
- científico
- scientifico, -a
II. científico [θĭenˈtifiko, -a] ΟΥΣ αρσ/θηλ
- científico
-
- rigor científico
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.