 
  
 I. virgen <m e f inv> [ˈbirxen] ΕΠΊΘ
-  virgen
-  
 
  
 -  
-  virgen a. fig
-  
-  virgen f
-  
-  Virgen f
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
