Oxford Spanish Dictionary
subrogante1 ΕΠΊΘ
1. subrogante ΝΟΜ:
- subrogante juez/profesor
- subrogating προσδιορ
subrogante2 ΟΥΣ αρσ θηλ
1. subrogante ΝΟΜ (en relación juridica):
- subrogante
-
στο λεξικό PONS
subrogante ΕΠΊΘ Chile (interino)
- subrogante
-
subrogante [suβ·rro·ˈɣan·te] ΕΠΊΘ Chile (interino)
- subrogante
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.