Oxford Spanish Dictionary
sarcástico (sarcástica) ΕΠΊΘ
- sarcástico (sarcástica)
-
στο λεξικό PONS
sarcástico (-a) ΕΠΊΘ
- sarcástico (-a)
-
sarcástico (-a) [sar·ˈkas·ti·ko, -a] ΕΠΊΘ
- sarcástico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.