Oxford Spanish Dictionary
ministra plenipotenciaria ΟΥΣ θηλ
- ministra plenipotenciaria
-
plenipotenciario (plenipotenciaria) ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- plenipotenciario (plenipotenciaria)
-
ministro plenipotenciario ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
plenipotenciario (-a) ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
plenipotenciario (-a) [ple·ni·po·ten·ˈsja·rjo, -a; -ˈθja·rjo, -a] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- pleistoceno
- pleitear
- pleitesía
- pleito
- plena carga
- plenipotenciaria
- plenipotenciario
- plenitud
- pleno
- pleno empleo
- pleonasmo