Oxford Spanish Dictionary
nórdico1 (nórdica) ΕΠΊΘ
1. nórdico país/pueblo:
- nórdico (nórdica)
-
- nórdico (nórdica)
-
2. nórdico ΙΣΤΟΡΊΑ:
- nórdico (nórdica)
-
nórdico2 (nórdica) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. nórdico (del norte de Europa):
- nórdico (nórdica)
-
2. nórdico ΙΣΤΟΡΊΑ:
- nórdico (nórdica)
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.