Oxford Spanish Dictionary
mísero (mísera) ΕΠΊΘ
1. mísero (pobre):
στο λεξικό PONS
mísero (-a) ΕΠΊΘ
mísero → miserable
I. miserable ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.