Oxford Spanish Dictionary
jacarandoso (jacarandosa) ΕΠΊΘ
1. jacarandoso porte/andares:
2. jacarandoso [ser] persona:
στο λεξικό PONS
jacarandoso (-a) ΕΠΊΘ
- jacarandoso (-a)
-
jacarandoso (-a) [xa·ka·ran·ˈdo·so, -a] ΕΠΊΘ
- jacarandoso (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.