Oxford Spanish Dictionary
στο λεξικό PONS
incandescente ΕΠΊΘ
1. incandescente ΦΥΣ (metal):
2. incandescente (temperamento, pasión):
incandescente [in·kan·de·ˈsen·te, -des·ˈθen·te] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.