Oxford Spanish Dictionary
στο λεξικό PONS
esquelético (-a) ΕΠΊΘ
1. esquelético ΑΝΑΤ:
- esquelético (-a)
-
2. esquelético (persona):
- esquelético (-a)
-
esquelético (-a) [es·ke·ˈle·ti·ko, -a] ΕΠΊΘ
1. esquelético ΑΝΑΤ:
- esquelético (-a)
-
2. esquelético (persona):
- esquelético (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.