Oxford Spanish Dictionary
escultural ΕΠΊΘ
- escultural
-
στο λεξικό PONS
escultural ΕΠΊΘ
1. escultural (escultórico):
- escultural
-
-
- escultural
escultural [es·kul·tu·ˈral] ΕΠΊΘ
1. escultural (escultórico):
- escultural
-
-
- escultural
-
- escultural
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.