Oxford Spanish Dictionary
eclesiástico1 (eclesiástica) ΕΠΊΘ
- eclesiástico (eclesiástica)
-
- eclesiástico (eclesiástica)
- church προσδιορ
eclesiástico2 ΟΥΣ αρσ
1. eclesiástico (clérigo):
ιδιωτισμοί:
- Eclesiástico ΒΊΒΛΟς
-
στο λεξικό PONS
eclesiástico (-a) ΕΠΊΘ
eclesiástico ΟΥΣ αρσ
eclesiástico [e·kle·ˈsjas·ti·ko] ΟΥΣ αρσ
eclesiástico (-a) [e·kle·ˈsjas·ti·ko, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.