cosquilludo (cosquilluda) ΕΠΊΘ Μεξ
cosquilludo → cosquilloso
cosquilloso (cosquillosa) ΕΠΊΘ
1. cosquilloso (que tiene cosquillas):
- cosquilloso (cosquillosa)
-
2. cosquilloso (susceptible):
- cosquilloso (cosquillosa)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.