

caminero1 (caminera) ΕΠΊΘ
caminero → peón
peón ΟΥΣ αρσ
1.2. peón esp. λατινοαμερ ΓΕΩΡΓ:
2.1. peón ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ:
caminero2 ΟΥΣ αρσ RíoPl
- caminero
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.