Oxford Spanish Dictionary
burocrático (burocrática) ΕΠΊΘ
1. burocrático μειωτ trámite/proceso:
- burocrático (burocrática)
-
2. burocrático Μεξ empleado/jerarquía:
- burocrático (burocrática)
- government προσδιορ
- burocrático (burocrática)
- state προσδιορ
-
- burocrático
στο λεξικό PONS
-
- burocrático, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- trámite burocrático