Oxford Spanish Dictionary
gravamen arancelario ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
arancelario (-a) ΕΠΊΘ
- arancelario (-a)
-
- arancelario (-a)
-
arancelario (-a) [a·ran·se·ˈla·rjo, -a; a·ran·θe-] ΕΠΊΘ
- arancelario (-a)
-
- arancelario (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.