Oxford Spanish Dictionary
amenazador (amenazadora), amenazante ΕΠΊΘ
- amenazador (amenazadora)
-
- amenazador (amenazadora)
-
- threateningly loiter/gesture
-
- threateningly speak
-
- menacing look/voice
-
- menacing sky/clouds
- amenazador λογοτεχνικό
στο λεξικό PONS
amenazador(a) ΕΠΊΘ
1. amenazador (tono):
2. amenazador (que anuncia peligro):
amenazador(a) [a·me·na·sa·ˈdor, -·ˈdo·ra; a·me·na·θa-] ΕΠΊΘ
1. amenazador (tono):
2. amenazador (que anuncia peligro):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ambulatorio
- AME
- ameba
- amebiasis
- amedrentador
- amenazadora
- amenazante
- amenazar
- amenidad
- amenizar
- ameno