ποινή [piˈni] SUBST θηλ
1. ποινή:
- ποινή
- Strafe θηλ
2. ποινή ΝΟΜ:
- ποινή
- Strafe θηλ
- ποινή ανηλίκων
- Jugendstrafe θηλ
- ελάχιστη ποινή
- Mindeststrafe θηλ
- κανονική ποινή
- Regelstrafe θηλ
- ποινή θηλ κράτησης
- Haftstrafe θηλ
- συνολική ποινή
- Gesamtstrafe θηλ
- καθορισμός αρσ της συνολικής ποινής
-
- χρηματική ποινή
- Geldstrafe θηλ
-
- Gesamtgeldstrafe θηλ
- ποινή θανάτου
- Todesstrafe θηλ
-
- Strafvollzug αρσ
-
- Strafaufhebung θηλ
-
- Strafschärfung θηλ
-
- Strafmilderung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- ποινή θηλ κράτησης
- Haftstrafe θηλ
- περιουσιακή ποινή ΝΟΜ
- Vermögensstrafe θηλ
- χρηματική ποινή
- Geldstrafe θηλ
- ποινή ανηλίκων
- Jugendstrafe θηλ