κατανάλωσ|η <-εις> [kataˈnalɔsi] SUBST θηλ
1. κατανάλωση (γενικά):
- κατανάλωση
- Verbrauch αρσ
- βιομηχανική κατανάλωση
-
- κατανάλωση ενέργειας
- Energieverbrauch αρσ
- εσωτερική κατανάλωση ΟΙΚΟΝ
- Inlandsverbrauch αρσ
- μέση κατανάλωση
-
- κατανάλωση νερού
- Wasserverbrauch αρσ
- κατανάλωση πετρελαίου
- Erdölverbrauch αρσ
- προσωπική κατανάλωση
- Eigenverbrauch αρσ
- κατανάλωση ρεύματος
- Stromverbrauch αρσ
- τελική κατανάλωση
- Endverbrauch αρσ
- διάρθρωση θηλ κατανάλωσης ΟΙΚΟΝ
-
2. κατανάλωση (τροφίμων, τσιγάρων):
- κατανάλωση
- Konsum αρσ
- μαζική κατανάλωση
- Massenkonsum αρσ
- κατανάλωση ναρκωτικών
- Drogenkonsum αρσ
- αύξηση θηλ της κατανάλωσης
- Konsumanstieg αρσ
- ποσοστό ουδ κατανάλωσης
- Konsumquote θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- βιομηχανική κατανάλωση
- κατανάλωση ενέργειας
- Energieverbrauch αρσ
- κατανάλωση πετρελαίου
- Erdölverbrauch αρσ
- προσωπική κατανάλωση
- Eigenverbrauch αρσ
- κατανάλωση ρεύματος
- Stromverbrauch αρσ