- αγωγός ρεύματος
- Stromleiter αρσ
- κατανάλωση ρεύματος
- Stromverbrauch αρσ
- προμηθευτής ρεύματος
- Stromlieferant αρσ
- διακοπή θηλ ρεύματος
- Stromausfall αρσ
- βρόχος ρεύματος ΗΛΕΚ
- Stromschleife θηλ
- ηλεκτρονόμος ρεύματος
- Stromrelais ουδ
- τροφοδοσία ρεύματος
-
- πυκνότητα ηλεκτρικού ρεύματος
-
-
- Gleichstrommotor αρσ
- εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος
-
-
- Stromausfall αρσ
- αδιάλειπτη παροχή θηλ ρεύματος
-
- αδιάλειπτη παροχή θηλ ρεύματος
-
-
- καταναλωτής αρσ ρεύματος
-
- αγωγός αρσ ρεύματος
-
- διακοπή θηλ ρεύματος
-
- πηγή θηλ ρεύματος
-
- μετρητής αρσ ρεύματος
-
- βρόχος αρσ ρεύματος
-
- κατανάλωση θηλ ρεύματος
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.