ιταλικ|ός <-ή, -ό> [italiˈkɔs] ΕΠΊΘ
ιταλικά [italiˈka] SUBST ουδ πλ
ιταλόφιλ|ος <-η, -ο> [itaˈlɔfilɔs] ΕΠΊΘ
βιταλισμός [vitalizˈmɔs] SUBST αρσ
-
- Vitalismus αρσ
βιταλιστής (βιταλίστρια) [vitalisˈtis, vitaˈlistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)
- βιταλιστής (βιταλίστρια)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.