ισχ|ύς <-ύος> [isˈçis] SUBST θηλ
1. ισχύς (δύναμη):
- ισχύς
- Kraft θηλ
- θερμαντική ισχύς
- Heizkraft θηλ
- οικονομική ισχύς ΟΙΚΟΝ
- Wirtschaftskraft θηλ
- ισχύς συνόλου ΜΑΘ
-
- ισχύς φακού ΦΥΣ
-
2. ισχύς (δύναμη επιβολής):
- ισχύς
-
3. ισχύς (επιρροή):
- ισχύς
- Einfluss αρσ
4. ισχύς (εγκυρότητα) ΝΟΜ:
- ισχύς
- Gültigkeit θηλ
- ισχύς
- Geltung θηλ
- άμεση ισχύς
-
- αναδρομική ισχύς
- Rückwirkung θηλ
- αναδρομική ισχύς
-
-
- Gültigkeitsdauer θηλ
-
- Geltungsbereich αρσ
5. ισχύς ΦΥΣ (μηχανής κτλ):
- ισχύς
- Leistung θηλ
- ισχύς εξόδου
- Ausgangsleistung θηλ
- ηλεκτρική ισχύς
-
- ονομαστική ισχύς
- Nennleistung θηλ
- ισχύς πεδίου
- Feldstärke θηλ
- στιγμιαία ισχύς
- Momentanleistung θηλ
- στιγμιαία ισχύς
-
-
- Leistungskurve θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- ισχύς θηλ θορύβου
- Rauschleistung θηλ
- αναδρομική ισχύς ΝΟΜ
- Rückwirkung θηλ
- θερμαντική ισχύς
- Heizkraft θηλ
- οικονομική ισχύς ΟΙΚΟΝ
- Wirtschaftskraft θηλ
- ισχύς συνόλου ΜΑΘ