εφαρμοστής [ɛfarmɔsˈtis] SUBST αρσ (τεχνίτης)
εφαρμοστ|ός <-ή, -ό> [ɛfarmɔsˈtɔs] ΕΠΊΘ (ρούχα)
I. εφαρμό|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛfarˈmɔzɔ] VERB μεταβ
1. εφαρμόζω (χρησιμοποιώ στην πράξη):
2. εφαρμόζω (εκτελώ):
εφαρμογή [ɛfarmɔˈji] SUBST θηλ
1. εφαρμογή Η/Υ:
3. εφαρμογή (τοποθέτηση, εξαρτήματος κτλ):
-
- Anbringung θηλ
4. εφαρμογή (εκτέλεση):
-
- Durchführung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- ευωδιαστός
- ευώνυμος
- ευωχία
- έφαγ-
- εφαλτήριο
- εφαρμόζεται
- εφαρμόζω
- εφαρμόσιμος
- εφαρμοστής
- εφαρμοστός
- εφέ