εξοφλητέ|ος <-α, -ο> [ɛksɔfliˈtɛɔs] ΕΠΊΘ
εξόφλησ|η <-εις> [ɛˈksɔflisi] SUBST θηλ
1. εξόφληση (λογαριασμού):
2. εξόφληση (χρέους, δανείου):
εξοφλ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksɔˈflɔ] VERB μεταβ
1. εξοφλώ (λογαριασμό):
2. εξοφλώ (χρέος):
αξόφλητος [aˈksɔflitɔs]
αξόφλητος s. ανεξόφλητος
ανεξόφλητ|ος <-η, -ο> [anɛˈksɔflitɔs] ΕΠΊΘ (λογαριασμός, χρέη)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.