I. εφάπαξ [ɛˈfapaks] ΕΠΊΡΡ
2. εφάπαξ (κατ' αποκοπή):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- εφάπαξ συνεισφορά
- Pauschalbeitrag αρσ
- εφάπαξ ανταμοιβή
- εφάπαξ αμοιβή
- Pauschalhonorar ουδ
- εφάπαξ αποζημίωση