künstlich ΕΠΊΘ
1. künstlich (Material) ΙΑΤΡ:
2. künstlich (Wimpern, Haare, Zähne):
- künstlich
-
3. künstlich (gekünstelt):
- künstlich
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.