Sicherheit <-, -en> SUBST θηλ
1. Sicherheit nur ενικ (Schutz, Zuverlässigkeit):
2. Sicherheit nur ενικ (Gewissheit):
3. Sicherheit nur ενικ (Bestimmtheit im Auftreten):
- Sicherheit
- αυτοπεποίθηση θηλ
- Sicherheit
- σιγουριά θηλ
4. Sicherheit ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Pfand):
- Sicherheit
- εγγύηση θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.