patent [paˈtɛnt] ΕΠΊΘ οικ
- patent
-
Patent <-(e)s, -e> [paˈtɛnt] SUBST ουδ
1. Patent (Patenturkunde, Patentrecht):
2. Patent (geschützte Erfindung):
- Patent
-
- Patent
- πατέντα θηλ
3. Patent (Berufspatent):
- Patent
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.