- Markt
- λαϊκή αγορά θηλ
- auf den Markt gehen
- πάω στη λαϊκή
- Markt
- αγορά θηλ
- neue Produkte auf den Markt bringen
- ρίχνω καινούργια προϊόντα στην αγορά
- den Markt beherrschen
- ελέγχω την αγορά
- der Gemeinsame Markt
- η Κοινή Αγορά
- neue Märkte erschließen
- ανοίγω καινούργιες αγορές
- der schwarze Markt
- η μαύρη αγορά
- Markt
- (κεντρική) πλατεία θηλ
- Futures-Markt
- προθεσμιακή αγορά θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.