Kronzeuge (-zeugin) <-n, -n> SUBST αρσ (θηλ)
1. Kronzeuge ΝΟΜ (Hauptzeuge):
2. Kronzeuge ΝΟΜ (Mittäter als Belastungszeuge):
- Kronzeuge (-zeugin)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.