Krone <-, -n> [ˈkroːnə] SUBST θηλ
1. Krone (Königskrone):
2. Krone (Baumkrone, Spitze):
-  Krone
-  φύλλωμα ουδ
3. Krone (das Höchste):
-  Krone
-  αποκορύφωμα ουδ
4. Krone (Zahnkrone, Währung):
-  Krone
-  κορώνα θηλ
5. Krone ΘΡΗΣΚ (Dornenkrone):
-  Krone
-  στεφάνι ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
