Unmöglichkeit <-> [ˈ----, ˈ-ˈ---] SUBST θηλ ενικ ΝΟΜ
Klagemöglichkeit <-, -en> SUBST θηλ ΝΟΜ
Rechtswahlmöglichkeit <-, -en> SUBST θηλ ΝΟΜ
Verdienstmöglichkeit <-, -en> SUBST θηλ mst πλ
Aufstiegsmöglichkeit <-, -en> SUBST θηλ mst πλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.