προοπτική [prɔɔptiˈci] SUBST θηλ
1. προοπτική ΓΕΩΜ:
2. προοπτική μτφ:
- προοπτική
- Perspektive θηλ
- προοπτική
- Aussicht θηλ
- προοπτική κερδοφορίας
-
- προοπτικές θηλ πλ εξαγωγών
-
- προοπτικές θηλ πλ τζίρου
-
- λειτουργική προοπτική της πρότασης ΓΛΩΣΣ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.