Bundesanstalt <-, -en> SUBST θηλ
Bundesprüfstelle <-, -n> SUBST θηλ ΝΟΜ
Bundesangestelltentarifvertrag <-(e)s, -verträge> SUBST αρσ
Bundesanwalt (-wältin) <-(e)s, -wälte> SUBST αρσ (θηλ) ΝΟΜ
- Bundesanwalt (-wältin)
-
Bundesanleihe <-, -n> SUBST θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.