σύμβασ|η <-εις> [ˈsiɱvasi] SUBST θηλ
1. σύμβαση (συμφωνία):
- σύμβαση
- Vereinbarung θηλ
2. σύμβαση (με συμβόλαιο):
- σύμβαση
- Vertrag αρσ
- βασική σύμβαση
- Grundvertrag αρσ
- σύμβαση αβαρίας ΝΑΥΣ
- Havarievertrag αρσ
- αμφοτεροβαρής σύμβαση ΝΟΜ
- Synallage θηλ
- σύμβαση δανείου
- Darlehensvertrag αρσ
- εικονική σύμβαση
- Scheinvertrag αρσ
- σύμβαση εργασίας
- Arbeitsvertrag αρσ
- σύμβαση εκχώρησης
-
- εμπορική σύμβαση
- Handelsvertrag αρσ
- εταιρική σύμβαση
-
- κύρια σύμβαση
- Hauptvertrag αρσ
- μυστική σύμβαση
- Geheimvertrag αρσ
- συνδικαλιστική σύμβαση
-
- σύμβαση συνεργασίας
-
- τροποποιητική σύμβαση
- Änderungsvertrag αρσ
- τροποποιητική σύμβαση
-
- χρηματοδοτική σύμβαση
-
-
- Vertragsdauer θηλ
-
- Vertragsurkunde θηλ
-
- Vertragsbruch αρσ
3. σύμβαση (μεταξύ κρατών):
- σύμβαση
- Konvention θηλ
- σύμβαση
- Abkommen ουδ
- συμπληρωματική σύμβαση
-
- φορολογική σύμβαση
- Steuerabkommen ουδ
4. σύμβαση (κοινωνική):
- σύμβαση
- Konvention θηλ
- κατά σύμβαση
-
σύμβαση SUBST
σύμβαση μίσθωσης κατοικίας
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- σύμβαση θηλ αποκλειστικότητας (συμβόλαιο)
- σύμβαση θηλ διαμετακόμισης
- Transitabkommen ουδ
- σύμβαση θηλ μίσθωσης
- Mietvertrag αρσ
- σύμβαση θηλ κατασκευής
- σύμβαση θηλ εκχώρησης