δάνειο [ˈðaniɔ] SUBST ουδ
1. δάνειο (ποσό χρημάτων):
- δάνειο
- Darlehen ουδ
- τραπεζικό δάνειο
- Bankdarlehen ουδ
- τραπεζικό δάνειο
- Bankkredit αρσ
- αγροτικό δάνειο
- Agrardarlehen ουδ
- ακάλυπτο δάνειο
-
- δάνειο αναχρηματοδότησης
-
- αποσβεστικό δάνειο
-
- διασφαλισμένο δάνειο
-
- δάνειο με σταθερό/κυμαινόμενο επιτόκιο
-
- ενυπόθηκο δάνειο
- Hypothekarkredit αρσ
- δάνειο εξυγίανσης
- Sanierungskredit αρσ
- επενδυτικό δάνειο
-
- δάνειο ευκολίας
-
- βραχυπρόθεσμο/μακροπρόθεσμο δάνειο
-
- οικοδομικό δάνειο
- Baudarlehen ουδ
- οικονομικό δάνειο ΟΙΚΟΝ
-
- προθεσμιακό δάνειο
- Termindarlehen ουδ
- στεγαστικό δάνειο, δάνειο στεγαστικού ταμιευτηρίου
- Bauspardarlehen ουδ
- χαμηλότοκο δάνειο
-
- χαμηλότοκο δάνειο
-
- δάνειο έναντι χρεογράφου
-
-
- Darlehensantrag αρσ
-
- Kreditlaufzeit θηλ
- διασφάλιση θηλ δανείου
-
-
- Kreditgarantie θηλ
-
- Kreditprüfung θηλ
-
- Bausparvertrag αρσ
-
- Kreditaufnahme θηλ
2. δάνειο ΧΡΗΜΑΤΟΠ (μεγάλο και μακροπρόθεσμο):
- δάνειο
- Anleihe θηλ
- μετατρέψιμο δάνειο
- Wandelanleihe θηλ
3. δάνειο ΓΛΩΣΣ (δανεισμένη λέξη):
- δάνειο
- Lehnwort ουδ
- μεταφραστικό δάνειο
- Lehnübersetzung θηλ
δάνειο SUBST
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- στεγαστικό δάνειο, δάνειο στεγαστικού ταμιευτηρίου
- Bauspardarlehen ουδ
- δάνειο ουδ αναχρηματοδότησης
- εξοφλήσιμο δάνειο
- Tilgungsdarlehen ουδ
- χρεολυτικό δάνειο
- Tilgungsdarlehen ουδ