Begründung <-, -en> SUBST θηλ
1. Begründung (Grund):
- Begründung
- αιτιολογία θηλ
2. Begründung (das Begründen):
- Begründung
- αιτιολόγηση θηλ
3. Begründung (Rechtfertigung):
- Begründung
- δικαιολογία θηλ
4. Begründung (das Rechtfertigen):
- Begründung
- δικαιολόγηση θηλ
5. Begründung τυπικ (einer Einrichtung):
- Begründung
- ίδρυση θηλ
6. Begründung τυπικ (einer Lehre):
- Begründung
- θεμελίωση θηλ
7. Begründung ΝΟΜ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.