I. τελ|ειώνω <-ειωσα [ή -είωσα], -ειώθηκα, -ειωμένος> [tɛˈʎɔnɔ] VERB μεταβ
2. τελειώνω (τακτοποιώ, κανονίζω):
- τελειώνω
-
3. τελειώνω (εξαντλώ):
- τελειώνω
-
II. τελ|ειώνω <-ειωσα [ή -είωσα], -ειώθηκα, -ειωμένος> [tɛˈʎɔnɔ] VERB αμετάβ
1. τελειώνω (περατώνομαι):
3. τελειώνω (με τη δουλειά μου):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.