I. unerwartet ΕΠΊΘ
1. unerwartet:
- unerwartet Ereignis, Reaktion, Antwort
-
2. unerwartet ΟΙΚΟΝ:
II. unerwartet ΕΠΊΡΡ
- unerwartet besuchen, reagieren
-
- unerwartet sich ereignen
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.