I. nervös [nɛrˈvøːs] ΕΠΊΘ
II. nervös [nɛrˈvøːs] ΕΠΊΡΡ
1. nervös:
- nervös fragen, blicken
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.