I. gnädig [ˈgnɛːdɪç] ΕΠΊΘ
1. gnädig (herablassend):
-  gnädig Gesicht, Lächeln, Miene
-  
II. gnädig [ˈgnɛːdɪç] ΕΠΊΡΡ
1. gnädig (herablassend):
-  gnädig
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
